ἀμφιρρεπεῖ

ἀμφιρρεπεῖ
ἀμφιρρεπής
inclining both ways
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀμφιρρεπής
inclining both ways
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμφικλινής — ές (Α ἀμφικλινής) [κλίνω] νεοελλ. αυτός που παρουσιάζει κλίση και στις δύο πλευρές του αρχ. αυτός που αμφιρρέπει, ασταθής, αβέβαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κλινής < κλίνω] …   Dictionary of Greek

  • Πικάσο, Πάμπλο Ρούιθ — (Picasso, Μάλαγα 1881 – Νίκαια 1973). Ισπανός ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης και κεραμουργός. Από το 1891 ο πατέρας του, καθηγητής του σχεδίου, αναγνώρισε την ιδιοφυΐα του. Το 1895 ο Π. φοιτά στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρκελόνης και αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • αμφιρρέπω — αμτβ., αμφιταλαντεύομαι, είμαι αναποφάσιστος: Στο ζήτημα αυτό αμφιρρέπει ακόμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”